παρακυρώ

παρακυρώ
-όω, Α
ακυρώνω, καταργώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἀκυρῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρακύρω — Α συναντώ τυχαία, παρατυγχάνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κύρω «συναντώ» (πρβλ. προσ κύρω, συγ κύρω)] …   Dictionary of Greek

  • κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”